Osmanlıca-Rumca Sözlük
- Κακκάβη
- Κακκάβη
- Κακκανίζω
- Κακκοβουλία
- Κακόβουλος
- Κακόβραστος
- Κακόγλωσσος
- Κακογνώμων
- Κακογραφία
- Κακογραφ(έω)ώ
- Κακοδαιμονία
- Κακοδαιμονίζω
- Κακοδαίμων
- Κακοδιαθεσία
- Κακοδιάθετος
- Κακοδιδασκαλία
- Κακοδοξία
- Κακοζηλία
- Κακόζηλος
- Κακοζωϊα
- Κακοήθεια
- Κακοήθης
- Κακόηχος
- Κακοθελής
- Κακοκαιρία
- Κακοκαρδίζω
- Κακολογία
- Κακολογικός
- Κακολόγος
- Κακολογ(έω)ώ
1 8 15 22 29 36 43 50 57 64 71 78 85 92 99 106 113 120 127 134 141 148 155 162 169 176 183 190 197 204 211 218 225 232 239 246 253 260 267 274 281 288