Osmanlıca-Rumca Sözlük
- Κανναβόπανον
- Κανναβούριον
- Καννιββαλισμός
- Κανονάρχης
- Κανονίζω
- Κανονικός
- Κανονικότης
- Κανόνιον
- Κανονιοφόρος
- Κανονισμός
- Κανονιστής
- Κανονοβολισμός
- Κανονοβολ(έω)ώ
- Κανονοστάσιον
- Κανονοστοιχία
- Καντάριον
- Κανών
- Καπηλεία
- Καπηλείον
- Καπήλευμα
- Καπηλευτής
- Καπηλεύω
- Καπηλικός
- Κάπηλος
- Καπίστριον
- Καπνία
- Καπνίζω
- Καπνίλα
- Κάπνισις, Κάπνισμα
- Καπνιστικός
1 8 15 22 29 36 43 50 57 64 71 78 85 92 99 106 113 120 127 134 141 148 155 162 169 176 183 190 197 204 211 218 225 232 239 246 253 260 267 274 281 288