Osmanlıca-Rumca Sözlük
- Κερατόγλωσσον
- Κερατοειδής
- Κερατοκήλη
- Κερατοτομία
- Κερατοτόμιον
- Κερατοφαρυγγίτης
- Κερατώδης
- Κεραυνόβλητος
- Κεραυνοβολία
- Κεραυνοβόλος
- Κεραυνοβολ(έω)ώ
- Κεραυνόπληξ
- Κεραυνός
- Κεραυνοφόρος
- Κεραυων(όω)ώ
- Κεραύνωσις
- Κερδαίνω
- Κερδαλέος
- Κερδαλεότης
- Κερδίζω
- Κέρδος
- Κερδοσκοπία
- Κερδοσκόπος
- Κερδοσκοπικός
- Κερδοσκοπ(έω)ώ
- Κερκίς
- Κέρκος
- Κέρμα
- Κερματίζω
- Κερμάτιον
1 8 15 22 29 36 43 50 57 64 71 78 85 92 99 106 113 120 127 134 141 148 155 162 169 176 183 190 197 204 211 218 225 232 239 246 253 260 267 274 281 288