Osmanlıca-Rumca Sözlük
- Σαπωνίζω
- Σαπώνισμα
- Σαπωνοειδής
- Σαπωνοποιήσιμος
- Σαπωνοποίησις
- Σαπωνοποι(έω)ώ
- Σαπωνοποιείον
- Σαπωνοποιός
- Σαπωνοπωλείον
- Σαπωνόρριζα
- Σαράβαρα
- Σάρακας
- Σαρακοφάγωμα
- Σαρακοφαγωμένος
- Σαράντα
- Σαρανταπόδαρον
- Σαραντίζω
- Σαργάνη
- Σάρδα, Σαρδίνη, Σαρδέλλα
- Σαρδόνιος
- Σαρδόνιξ
- Σαρκάζω
- Σαρκασμός
- Σαρκατικός
- Σαρκικός
- Σαρκίον
- Σαρκοβόρος
- Σαρκοειδής
- Σαρκόδερμα
- Σαρκοκήλη
1 8 15 22 29 36 43 50 57 64 71 78 85 92 99 106 113 120 127 134 141 148 155 162 169 176 183 190 197 204 211 218 225 232 239 246 253 260 267 274 281 288