Osmanlıca-Rumca Sözlük
- Αγόνατος,ον
- Αγονία
- Άγονος,ον
- Αγορά
- Αγοράζω
- Αγοραίος,α,ον
- Αγορανομία
- Αγορανομικός,ή,όν
- Αγορανόμος
- Αγοραπωλησία
- Αγορασία
- Αγοραστής
- Αγοραστός,ή,όν
- Αγόρευσις
- Αγορευτήριον
- Αγορεύω
- Αγορητής
- Αγόρι
- Αγουρίδα
- Άγρα
- Αγραίος,α,ον
- Αγράμματος,ον
- Αγραμματοσύνη
- Άγραπτος,ον Άγραφος,ον
- Αγραυλ(έω)ώ
- Αγρεύσιμος,ον
- Αγρεύω
- Αγριαγκινάρα
- Αγριάδα
- Αγριαίνω
- Αγριάμπελος
- Αγριάνθρωπος
- Αγριαπιδέα
- Αγριέλαιος
- Αγριεύω
- Αγριμαίος,α,ον
- Αγριμονιά
- Αγριοβάλανος
- Αγριοβασιλικός
- Αγριοβλέπω
- Αγριοβούβαλον
- Αγριόγαττος
- Αγριόγιδα
- Αγριογούρουνον
- Αγριοδαμάσκηνον
- Αγριοδάφνη
- Αγριοθυμία
- Αγριόθυμος,ον
- Αγριοκάρδαμον
- Αγριοκαστανέα
- Αγριοκέρασος
- Αγριόκλημα
- Αγριοκοκκύμηλον
- Αγριοκρόμμυον
- Αγριοκύμινον
- Αγριοκύτταγμα
- Αγριοκυττάζω
- Αγριολάπαθον
- Αγριομάρουλον
- Αγριομαλάχη
- Αγριομέλισσα
- Αγριομηλέα
- Αγριόμορφος,ον
- Αγριόναρδος
- Αγριόπαππια
- Αγριοπεριστερά
- Αγριοπήγανον
- Αγριόρνις
- Άγριος,α,ον
- Αγριοσέλινον
- Αγριοσταφυλή
- Αγριοσυκή
- Αγριότης
- Αγριότοπος
- Αγριοτριανταφυλλέα
- Αγριόχηνα
- Αγριόχοιρος
- Αγριόψωρα
- Αγριωπός,ον
- Αγρογείτων
- Αγροδίαιτος,ον
- Αγροδότης
- Αγροικία
- Αγροίκος
- Αγροκήπιον
- Αγροκόμος
- Αγρολήπτης
- Αγροληψία
- Αγρολογία
- Αγρομίσθωσις
1 8 15 22 29 36 43 50 57 64 71 78 85 92 99 106 113 120 127 134 141 148 155 162 169 176 183 190 197 204 211 218 225 232 239 246 253 260 267 274 281 288