Çağdaş Sözlük

احمال

Osmanlıca - Rumca - احمال maddesi. Cilt: 1 Sayfa: 36 - Sira: 7

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, احمال yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, احمال kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.

Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει احمال ; Ποια είναι η σημασία της λέξης احمال ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το احمال ; Τι εκφράζει ο όρος احمال ; Ποια είναι η λεξική σημασία του احمال ; Τι είναι το احمال ; Τι σημαίνει το احمال ; Ποια είναι η επέκταση του احمال ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του احمال ; Τι αντιπροσωπεύει το احمال ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης

احمال güncel sözlüklerde anlamı:

ahmâl ::: (a. i. hıml'ın c.) : 1) yükler. 2) ağır şeyler, eşya, ağırlık.

ahmâl ve eskal ::: ağır yükler.

ihmâl ::: (a. i. haml'den) : yükletme, yükletilme.

ihmâl ::: (a. i. haml'den) yükletme, yükletilme.

ahmâl ::: yükler