آدم
Osmanlıca - Rumca - آدم maddesi. Cilt: 1 Sayfa: 48 - Sira: 2
TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, آدم yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, آدم kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει آدم ; Ποια είναι η σημασία της λέξης آدم ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το آدم ; Τι εκφράζει ο όρος آدم ; Ποια είναι η λεξική σημασία του آدم ; Τι είναι το آدم ; Τι σημαίνει το آدم ; Ποια είναι η επέκταση του آدم ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του آدم ; Τι αντιπροσωπεύει το آدم ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
آدم güncel sözlüklerde anlamı:
Âdem ::: (a. h. i.) : 1) dünyâdan ilk yaratılan adam. 2) ilk peygamber, (bkz. : ebü - l - beşer). 3) (f. c. : âdemân) : adam.
adam ::: insan , erkek kişi , birinin tarafını tutan kimse , iyi ve terbiyeli yetişmiş insan
âdem ::: ilk insan
âdem ::: Adem Peygamber
âdem ::: insan
âdem ::: adam
Âdem ::: (a. h. i.) 1) dünyâdan ilk yaratılan adam. 2) ilk peygamber, (bkz. : ebü - l - beşer). 3) (f. c. : âdemân) : adam.