Çağdaş Sözlük

آويخته

Osmanlıca - Rumca - آويخته maddesi. Cilt: 1 Sayfa: 273 - Sira: 2

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, آويخته yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, آويخته kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.

Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει آويخته ; Ποια είναι η σημασία της λέξης آويخته ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το آويخته ; Τι εκφράζει ο όρος آويخته ; Ποια είναι η λεξική σημασία του آويخته ; Τι είναι το آويخته ; Τι σημαίνει το آويخته ; Ποια είναι η επέκταση του آويخته ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του آويخته ; Τι αντιπροσωπεύει το آويخته ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης

آويخته güncel sözlüklerde anlamı:

âvîhte ::: (f. s.) : asılı, asılmış [şey].

âvîhte ::: (f. s.) asılı, asılmış [şey].