بوم
Osmanlıca - Rumca - بوم maddesi. Cilt: 1 Sayfa: 390 - Sira: 12

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, بوم yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, بوم kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει بوم ; Ποια είναι η σημασία της λέξης بوم ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το بوم ; Τι εκφράζει ο όρος بوم ; Ποια είναι η λεξική σημασία του بوم ; Τι είναι το بوم ; Τι σημαίνει το بوم ; Ποια είναι η επέκταση του بوم ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του بوم ; Τι αντιπροσωπεύει το بوم ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
بوم güncel sözlüklerde anlamı:
bûm ::: (f. i.) : 1) yer, toprak, yurt. 2) sürülmemiş tarla. 3) tabîat, huy.
bûm ::: yer , ülke , baykuş
bûm ::: yer
bûm ::: ülke
bûm ::: baykuş
bûm ::: (f. i.) 1) yer, toprak, yurt. 2) sürülmemiş tarla. 3) tabîat, huy.