بيم
Osmanlıca - Rumca - بيم maddesi. Cilt: 1 Sayfa: 404 - Sira: 13

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, بيم yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, بيم kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει بيم ; Ποια είναι η σημασία της λέξης بيم ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το بيم ; Τι εκφράζει ο όρος بيم ; Ποια είναι η λεξική σημασία του بيم ; Τι είναι το بيم ; Τι σημαίνει το بيم ; Ποια είναι η επέκταση του بيم ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του بيم ; Τι αντιπροσωπεύει το بيم ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
بيم güncel sözlüklerde anlamı:
"); bîm ::: (f. i.) : 1) korku, (bkz. : havf). 2) tehlike.
bîm-i cân ::: can korkusu.
bîm-i dûzah ::: cehennem korkusu.
bîm-i ta'ne ::: azarlanma, söğülüp sayılma korkusu.
bîm ü ümîd ::: korku ile ümit, kararsızlık.
bîm ::: korku