Çağdaş Sözlük

پای

Osmanlıca - Rumca - پای maddesi. Cilt: 1 Sayfa: 419 - Sira: 14

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, پای yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, پای kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.

Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει پای ; Ποια είναι η σημασία της λέξης پای ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το پای ; Τι εκφράζει ο όρος پای ; Ποια είναι η λεξική σημασία του پای ; Τι είναι το پای ; Τι σημαίνει το پای ; Ποια είναι η επέκταση του پای ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του پای ; Τι αντιπροσωπεύει το پای ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης

پای güncel sözlüklerde anlamı:

"); pây ::: (f. i.) : 1) ayak. (bkz. : kadem, pâ, ricl). 2) kök, dip.

pây-i draht ::: ağaç dibi. pây-i hum : küp dibi.

pây-i hum-i mey ::: şarap küpünün ayağı, dibi. 3) esas, kaide.

pây-i dâr ::: darağacının dibi.

pây-i semend ::: at ayağı.

pây-i tarab ::: şenliğin, eğlencenin ayağı.

pây ::: ayak , dip

pây ::: ‬ayak

pây ::: dip