رام
Osmanlıca - Rumca - رام maddesi. Cilt: 1 Sayfa: 829 - Sira: 5
TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, رام yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, رام kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει رام ; Ποια είναι η σημασία της λέξης رام ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το رام ; Τι εκφράζει ο όρος رام ; Ποια είναι η λεξική σημασία του رام ; Τι είναι το رام ; Τι σημαίνει το رام ; Ποια είναι η επέκταση του رام ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του رام ; Τι αντιπροσωπεύει το رام ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
رام güncel sözlüklerde anlamı:
"); râm ::: (f. s.) : itaat eden, boyun eğen, kendini başkasının emirlerine bırakan, (bkz. : fer-mân-ber, mutî, münkad).
râm ::: itaat eden , boyun eğen , boyun eğme
râm ::: itaat eden
râm ::: boyun eğen
râm ::: (f. s.) itaat eden, boyun eğen, kendini başkasının emirlerine bırakan, (bkz. : fer-mân-ber, mutî, münkad).