شكم
Osmanlıca - Rumca - شكم maddesi. Cilt: 1 Sayfa: 971 - Sira: 15

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, شكم yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, شكم kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει شكم ; Ποια είναι η σημασία της λέξης شكم ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το شكم ; Τι εκφράζει ο όρος شكم ; Ποια είναι η λεξική σημασία του شكم ; Τι είναι το شكم ; Τι σημαίνει το شكم ; Ποια είναι η επέκταση του شكم ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του شكم ; Τι αντιπροσωπεύει το شكم ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
شكم güncel sözlüklerde anlamı:
şekm ::: (a. i.) : 1) sertlik. 2) güc. 3) kuvvet.
şikem ::: (f. i.) : karın, (bkz. : batn). şikembe Odi (f. i.) ; işkembe.
şikem ::: karın , mide
şikem ::: karın
şikem ::: mide
şekm ::: (a. i.) 1) sertlik. 2) güc. 3) kuvvet.
şikem ::: (f. i.) karın, (bkz. : batn). şikembe Odi (f. i.) ; işkembe.