Çağdaş Sözlük

شهوت

Osmanlıca - Rumca - شهوت maddesi. Cilt: 1 Sayfa: 990 - Sira: 4

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, شهوت yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, شهوت kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.

Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει شهوت ; Ποια είναι η σημασία της λέξης شهوت ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το شهوت ; Τι εκφράζει ο όρος شهوت ; Ποια είναι η λεξική σημασία του شهوت ; Τι είναι το شهوت ; Τι σημαίνει το شهوت ; Ποια είναι η επέκταση του شهوت ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του شهوت ; Τι αντιπροσωπεύει το شهوت ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης

شهوت güncel sözlüklerde anlamı:

şehvet ::: (a. i. c. : şehvât) : 1) aşırı istek. 2) nefis. 3) * cinsel istek.

şehvet-engîr ::: (a. f. b. s.) : şehvet, istek, iştiha uyandıran.

şehvet ::: aşırı cinsel istek , aşırı istek , cinsi istek

şehvet ::: ‬aşırı cinsel istek

şehvet ::: aşırı istek