Çağdaş Sözlük

عديم

Osmanlıca - Rumca - عديم maddesi. Cilt: 2 Sayfa: 1122 - Sira: 7

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, عديم yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, عديم kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.

Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει عديم ; Ποια είναι η σημασία της λέξης عديم ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το عديم ; Τι εκφράζει ο όρος عديم ; Ποια είναι η λεξική σημασία του عديم ; Τι είναι το عديم ; Τι σημαίνει το عديم ; Ποια είναι η επέκταση του عديم ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του عديم ; Τι αντιπροσωπεύει το عديم ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης

عديم güncel sözlüklerde anlamı:

adîm ::: (a. s. adem'den.) : yok olan.

adim - ül - imkân ::: imkânsız, olamaz.

adîm ü heder ::: [eylemek] : yok etmek, ziyân etmek.