عمال
Osmanlıca - Rumca - عمال maddesi. Cilt: 2 Sayfa: 1146 - Sira: 17

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, عمال yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, عمال kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει عمال ; Ποια είναι η σημασία της λέξης عمال ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το عمال ; Τι εκφράζει ο όρος عمال ; Ποια είναι η λεξική σημασία του عمال ; Τι είναι το عمال ; Τι σημαίνει το عمال ; Ποια είναι η επέκταση του عمال ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του عمال ; Τι αντιπροσωπεύει το عمال ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
عمال güncel sözlüklerde anlamı:
ammâl ::: (a. i. c.) : 1) yapıcılar. 2) devlet idare adamları.
ummâl ::: görevliler , yöneticiler
ummâl ::: görevliler
ummâl ::: yöneticiler
ammâl ::: (a. i. c.) 1) yapıcılar. 2) devlet idare adamları.