كور
Osmanlıca - Rumca - كور maddesi. Cilt: 2 Sayfa: 1433 - Sira: 2
![](/rsm/rum2/140/1433-2.jpg)
TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, كور yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, كور kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει كور ; Ποια είναι η σημασία της λέξης كور ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το كور ; Τι εκφράζει ο όρος كور ; Ποια είναι η λεξική σημασία του كور ; Τι είναι το كور ; Τι σημαίνει το كور ; Ποια είναι η επέκταση του كور ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του كور ; Τι αντιπροσωπεύει το كور ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
كور güncel sözlüklerde anlamı:
kevr ::: (a. i.) : 1) sarık sarma. 2) çokluk, bolluk. El-havrü ve-l-kevr : çokluktan sonra yokluk.
"); kûr ::: (f. s. c. : kûrân) : kör.
kûr ::: kör
kûr ::: kör
kûr ::: (f. s. c. : kûrân) kör.