كهنسال
Osmanlıca - Rumca - كهنسال maddesi. Cilt: 2 Sayfa: 1458 - Sira: 10

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, كهنسال yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, كهنسال kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει كهنسال ; Ποια είναι η σημασία της λέξης كهنسال ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το كهنسال ; Τι εκφράζει ο όρος كهنسال ; Ποια είναι η λεξική σημασία του كهنسال ; Τι είναι το كهنسال ; Τι σημαίνει το كهنسال ; Ποια είναι η επέκταση του كهنسال ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του كهنسال ; Τι αντιπροσωπεύει το كهنسال ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
كهنسال güncel sözlüklerde anlamı:
kühen-sâl ::: (f. b. s.) : "eski yıl" : yaşlı, yaşlanmış, kocamış; eski. (bkz. : atîk).
kühen-sâl ::: (f. b. s.) eski yıl