متكلف
Osmanlıca - Rumca - متكلف maddesi. Cilt: 2 Sayfa: 1564 - Sira: 20

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, متكلف yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, متكلف kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει متكلف ; Ποια είναι η σημασία της λέξης متكلف ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το متكلف ; Τι εκφράζει ο όρος متكلف ; Ποια είναι η λεξική σημασία του متكلف ; Τι είναι το متكلف ; Τι σημαίνει το متكلف ; Ποια είναι η επέκταση του متكلف ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του متكلف ; Τι αντιπροσωπεύει το متكلف ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
متكلف güncel sözlüklerde anlamı:
mütekellif ::: (a. s. külfet'den. c. : mütekellifîn) : tekellüf eden, külfetli, zahmetli bir iş tutan.
mütekellif ::: (a. s. külfet'den. c. : mütekellifîn) tekellüf eden, külfetli, zahmetli bir iş tutan.