متمول
Osmanlıca - Rumca - متمول maddesi. Cilt: 2 Sayfa: 1569 - Sira: 15

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, متمول yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, متمول kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει متمول ; Ποια είναι η σημασία της λέξης متمول ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το متمول ; Τι εκφράζει ο όρος متمول ; Ποια είναι η λεξική σημασία του متمول ; Τι είναι το متمول ; Τι σημαίνει το متمول ; Ποια είναι η επέκταση του متمول ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του متمول ; Τι αντιπροσωπεύει το متمول ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
متمول güncel sözlüklerde anlamı:
mütemevvil ::: (a. s. mâl'den. c. : mütemevvilîn) : temevvül eden, mal sâhibi; zengin.
mütemevvil ::: varlıklı , zengin , (mal , den) zengin , mal mülk sahibi
mütemevvil ::: varlıklı
mütemevvil ::: zengin
mütemevvil ::: (a. s. mâl'den. c. : mütemevvilîn) temevvül eden, mal sâhibi; zengin.