ُمهمه
Osmanlıca - Rumca - ُمهمه maddesi. Cilt: 2 Sayfa: 1832 - Sira: 11

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, ُمهمه yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, ُمهمه kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει ُمهمه ; Ποια είναι η σημασία της λέξης ُمهمه ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το ُمهمه ; Τι εκφράζει ο όρος ُمهمه ; Ποια είναι η λεξική σημασία του ُمهمه ; Τι είναι το ُمهمه ; Τι σημαίνει το ُمهمه ; Ποια είναι η επέκταση του ُمهمه ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του ُمهمه ; Τι αντιπροσωπεύει το ُمهمه ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
ُمهمه güncel sözlüklerde anlamı:
mühimme ::: (a. s.) : düşündüren, uğraştıran.
mühimme kalemi ::: [eskiden] Hâriciyede hâriçle muhabere işlerinin görüldüğü dâire.
mühimme ::: önemli
mühimme ::: önemli