Çağdaş Sözlük

اديم

Osmanlıca - Rumca - اديم maddesi. Cilt: 1 Sayfa: 49 - Sira: 22

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, اديم yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, اديم kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.

Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει اديم ; Ποια είναι η σημασία της λέξης اديم ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το اديم ; Τι εκφράζει ο όρος اديم ; Ποια είναι η λεξική σημασία του اديم ; Τι είναι το اديم ; Τι σημαίνει το اديم ; Ποια είναι η επέκταση του اديم ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του اديم ; Τι αντιπροσωπεύει το اديم ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης

اديم güncel sözlüklerde anlamı:

edim ::: (a. i.) : 1) tabaklanmış deri. 2) satıh, yüz.

edim-i arz ::: yer yüzü.