داشته
Osmanlıca - Rumca - داشته maddesi. Cilt: 1 Sayfa: 766 - Sira: 4
TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, داشته yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, داشته kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει داشته ; Ποια είναι η σημασία της λέξης داشته ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το داشته ; Τι εκφράζει ο όρος داشته ; Ποια είναι η λεξική σημασία του داشته ; Τι είναι το داشته ; Τι σημαίνει το داشته ; Ποια είναι η επέκταση του داشته ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του داشته ; Τι αντιπροσωπεύει το داشته ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
داشته güncel sözlüklerde anlamı:
dâşte ::: (f. s.) : 1) köhne, eskimiş, yıpranmış. 2) mâlik ve sahip olmuş.
dâşte ::: (f. s.) 1) köhne, eskimiş, yıpranmış. 2) mâlik ve sahip olmuş.