درخور
Osmanlıca - Rumca - درخور maddesi. Cilt: 1 Sayfa: 775 - Sira: 15

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, درخور yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, درخور kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει درخور ; Ποια είναι η σημασία της λέξης درخور ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το درخور ; Τι εκφράζει ο όρος درخور ; Ποια είναι η λεξική σημασία του درخور ; Τι είναι το درخور ; Τι σημαίνει το درخور ; Ποια είναι η επέκταση του درخور ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του درخور ; Τι αντιπροσωπεύει το درخور ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
درخور güncel sözlüklerde anlamı:
derhûr ::: (f. s.) : lâyık, (bkz. : çes-pân).
derhör ::: (f. s.) : uygun, lâyık, münâsip, (bkz. : çespân, derhûş, seza, şâyeste).
derhor ::: layık
derhor ::: layık
derhûr ::: (f. s.) lâyık, (bkz. : çes-pân).
derhör ::: (f. s.) uygun, lâyık, münâsip, (bkz. : çespân, derhûş, seza, şâyeste).