Çağdaş Sözlük

دمدمه

Osmanlıca - Rumca - دمدمه maddesi. Cilt: 1 Sayfa: 791 - Sira: 24

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, دمدمه yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, دمدمه kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.

Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει دمدمه ; Ποια είναι η σημασία της λέξης دمدمه ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το دمدمه ; Τι εκφράζει ο όρος دمدمه ; Ποια είναι η λεξική σημασία του دمدمه ; Τι είναι το دمدمه ; Τι σημαίνει το دمدمه ; Ποια είναι η επέκταση του دمدمه ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του دمدمه ; Τι αντιπροσωπεύει το دمدمه ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης

دمدمه güncel sözlüklerde anlamı:

demdeme ::: (a. i.) : 1) hiddet, öfke. 2) hiddetle çıkışma, azarlama. 3) küfür, hakaret. 4) kırıp geçirme.

demdeme ::: (f. i.) : 1) hîle, aldatma. 2) şöhret, ün. 3) davul. 4) kavga; üstünlük.

demdeme ::: (a. i.) 1) hiddet, öfke. 2) hiddetle çıkışma, azarlama. 3) küfür, hakaret. 4) kırıp geçirme.

demdeme ::: (f. i.) 1) hîle, aldatma. 2) şöhret, ün. 3) davul. 4) kavga; üstünlük.