Çağdaş Sözlük

متعاهد

Osmanlıca - Rumca - متعاهد maddesi. Cilt: 2 Sayfa: 1555 - Sira: 10

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, متعاهد yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, متعاهد kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.

Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει متعاهد ; Ποια είναι η σημασία της λέξης متعاهد ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το متعاهد ; Τι εκφράζει ο όρος متعاهد ; Ποια είναι η λεξική σημασία του متعاهد ; Τι είναι το متعاهد ; Τι σημαίνει το متعاهد ; Ποια είναι η επέκταση του متعاهد ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του متعاهد ; Τι αντιπροσωπεύει το متعاهد ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης

متعاهد güncel sözlüklerde anlamı:

müteahid ::: (a. s.) : taâhüt eden, bir işi üzerine alan. (bkz : müteahhid).

müteahid ::: (a. s.) taâhüt eden, bir işi üzerine alan. (bkz : müteahhid).