مشغول
Osmanlıca - Rumca - مشغول maddesi. Cilt: 2 Sayfa: 1685 - Sira: 5

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, مشغول yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, مشغول kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει مشغول ; Ποια είναι η σημασία της λέξης مشغول ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το مشغول ; Τι εκφράζει ο όρος مشغول ; Ποια είναι η λεξική σημασία του مشغول ; Τι είναι το مشغول ; Τι σημαίνει το مشغول ; Ποια είναι η επέκταση του مشغول ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του مشغول ; Τι αντιπροσωπεύει το مشغول ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
مشغول güncel sözlüklerde anlamı:
meşgul ::: ("gu" uzun okunur, a. s. şugl'den) : 1) bir işle uğraşan, iş görmekte olan. 2) işgal edilmiş, doldurulmuş, tutulmuş. 3) tutuk, dalgın; dolgun.
meş'ûl ::: (a. s.) : dağınık [saç]
meşgul ::: (
meş'ûl ::: (a. s.) dağınık [saç]