مشغله
Osmanlıca - Rumca - مشغله maddesi. Cilt: 2 Sayfa: 1685 - Sira: 17

TÜRKÇE´DEN RUMCA´YA KAMUS-İ OSMANÎ, Yanko Hloros, 1899,, مشغله yunanca ne demek. Osmanlıca - Rumca Sözlük, Türkçe - Yunanca Sözlük, مشغله kelimesinin yunanca anlamı karşılığı nedir? Yunancada ne anlama gelir. Yunanlılar nasıl der.
Οθωμανικό-Ρωμαίικο Λεξικό , Τουρκοελληνικό Λεξικό, Τι σημαίνει مشغله ; Ποια είναι η σημασία της λέξης مشغله ; Σε ποια έννοια χρησιμοποιείται το مشغله ; Τι εκφράζει ο όρος مشغله ; Ποια είναι η λεξική σημασία του مشغله ; Τι είναι το مشغله ; Τι σημαίνει το مشغله ; Ποια είναι η επέκταση του مشغله ; Μπορείτε να εξηγήσετε τη σημασία του مشغله ; Τι αντιπροσωπεύει το مشغله ; Λεξικό της Παλιάς Κωνσταντινούπολης Ρωμαίικης
مشغله güncel sözlüklerde anlamı:
meşgale ::: (a. i. şugl'den. c. : meşâgıl) : iş, iş güç, uğraşılan iş. (bkz. : meşguliyyet).
meşgale-i dehr-i bî-direng ::: kararsız dünyânın işi.
meşgale ::: iş , meşguliyet
meşgale ::: uğraşı