Osmanlıca-Rumca Sözlük
- Κάρβουνον
- Καρδαμίνη
- Κάρδαμον
- Καρδάμωμον
- Καρδερίνα
- Καρδία
- Καρδιακός
- Καρδιαλγία
- Καρδιαλγικός
- Καρδιαλγ(έω)ώ
- Καρδινάλιος
- Καρδιογνώστης
- Καρδιογραφία
- Καρδιόδηκτος
- Καρδιοειδής
- Καρδιοκήλη
- Καρδιόκτυπος
- Καρδιολογία
- Καρδιοπάθεια
- Καρδίτις
- Καρδιωγμός
- Καρηβάρεια
- Καρηβαρής
- Καρηβαρ(έω)ώ
- Καρίς
- Καρκινοβατ(έω)ώ
- Καρκινοειδής
- Καρκίνος
- Καρκιν(όω)ώ
- Καρκινώδης
1 8 15 22 29 36 43 50 57 64 71 78 85 92 99 106 113 120 127 134 141 148 155 162 169 176 183 190 197 204 211 218 225 232 239 246 253 260 267 274 281 288